βρῶσιν

βρῶσιν
βιβρώσκω
eat
aor subj act 3rd pl
βρῶσις
meat
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • TINEA — a Graeco φθίνειν, Graecis communiter σὴς dicitur, ab Hebr. es, vel sas, quod a verbo asas, i. e. consumi et tabescere, etiam βρῶσις dicta occurrit Math. c. 6. v. 19. ubi βρῶσιν non esle erosionem, sed tineae speciem, probari videtur posse ex Esai …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επιχορηγώ — (AM ἐπιχορηγῶ, έω) [χορηγώ] παρέχω πρόσθετη ενίσχυση νεοελλ. καταβάλλω ετήσια ή σε τακτά χρονικά διαστήματα οικονομική ενίσχυση σε ιδρύματα ή πρόσωπα αρχ. μσν. χορηγώ, παρέχω («ὁ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ ἄρτον εὶς βρῶσιν») αρχ. συμβάλλω …   Dictionary of Greek

  • πόση — η / πόσις, εως, ΝΜΑ η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πίνω, το να πίνει κανείς νερό, κρασί ή οτιδήποτε άλλο υγρό («εὐλόγησον τὴν βρῶσιν καὶ τὴν πόσιν τῶν δούλων Σου», ΚΔ.) αρχ. το να πίνει κανείς σε γιορτές ή συγκεντρώσεις, το συμπόσιο («ὑπὸ γὰρ… …   Dictionary of Greek

  • σωματοποιώ — έω, ΜΑ 1. προσδίδω σωματική υπόσταση, υλική ύπαρξη σε κάτι (α. «ἀπὸ τῶν θείων σωμάτων ἔρχονται εἰς τὰ θνητὰ αὗται αἱ σωματοποιοῡσαι ἐνέργειαι», Ερμ. Τρισμ. β. «συνέστηκεν... πρὸ τῶν δερματίνων σεσωματοποιῆσθαι χιτώνων τὸν ἄνθρωπον», Μεθόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • χοίνιξ — η / χοῑνιξ, ικος, ΝΑ (στην αρχαία Ελλάδα) μονάδα μέτρησης τής χωρητικότητας σιτηρών και ξηρών καρπών που ισοδυναμούσε στην αρχή με τέσσερεις κοτύλες και αργότερα με έξι, δηλαδή με 787 περίπου γραμμάρια («χοῑνιξ σίτου δηναρίου, και τρεῑς χοίνικες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”